ἁπλά — ἁπλός neut nom/voc/acc pl ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc/acc dual ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλα — η ευρυχωρία: Στο μέρος εκείνο υπήρχε μεγάλη άπλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπλα — η 1. ανοιχτός, υπαίθριος χώρος 2. γεν. ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανασαίνω ανάσα, λερώνω λέρα κ.λπ.) ή < απλός (πρβλ. φαλακρός φαλάκρα)] … Dictionary of Greek
απλά — επίρρ. τροπ., βλ. απλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπλᾶ — ἁπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (attic) ἁπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλᾷ — ἁπλός fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλατον — ἄπλᾱτον , ἄπλατος unapproachable masc/fem acc sg (attic doric) ἄπλᾱτον , ἄπλατος unapproachable neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτοι' — ἀπλά̱τοιο , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτοις — ἀπλά̱τοις , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut dat pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάτου — ἀπλά̱του , ἄπλατος unapproachable masc/fem/neut gen sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)